- υπομνημάτιον
- τὸ, ΜΑ [ὑπόμνημα, -ατος]υποκορ. τού υπόμνημα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὑπομνηματίου — ὑπομνημάτιον neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπομνηματίων — ὑπομνημάτιον neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπομνημάτια — ὑπομνημάτιον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)